μακροβόλος

μακροβόλος
μακροβόλος
far-throwing
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μακροβόλος — ο (AM μακροβόλος, ον) αυτός που βάλλει μακριά, που ρίχνει, που εξακοντίζει σε μεγάλη απόσταση («μακροβολωτέρας δ οὔσης τῆς σφενδόνης πεσεῑν τὸν Δέγμενον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • μακροβολώτερον — μακροβόλος far throwing masc acc comp sg μακροβόλος far throwing neut nom/voc/acc comp sg μακροβόλος far throwing adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβόλον — μακροβόλος far throwing masc/fem acc sg μακροβόλος far throwing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβόλοις — μακροβόλος far throwing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβόλου — μακροβόλος far throwing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

  • μακροβολωτέρας — μακροβολωτέρᾱς , μακροβόλος far throwing fem acc comp pl μακροβολωτέρᾱς , μακροβόλος far throwing fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβολία — μακροβολία, ἡ (Α) [μακροβόλος] βολή, ρίψη, εξακόντιση σε μεγάλη απόσταση («τὴν μὲν μακρόκωλον πρὸς τὰς μακροβολίας, τήν δὲ βραχύκωλον πρὸς τὰς ἐν βραχεῑ βολάς», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • μακροβολώ — μακροβολῶ, έω (Α) [μακροβόλος] βάλλω μακριά, ρίχνω μακριά, ακοντίζω σε μεγάλη απόσταση …   Dictionary of Greek

  • μακροβολωτέραν — μακροβολωτέρᾱν , μακροβόλος far throwing fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”